- εὔκλεινος
- εὔκλεινος, ον,A much-famed, Arist. Fr.640(40).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύκλεινος — εὔκλεινος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη φήμη, μεγάλη δόξα, ο ένδοξος, ο ονομαστός («μνῆμα τόδ᾿ εὔκλεινον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλεινός «ένδοξος» (< κλέος «δόξα»)] … Dictionary of Greek
εὔκλεινον — εὔκλεινος much famed masc/fem acc sg εὔκλεινος much famed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)